- επιστολικός
- -ή, -ό (AM ἐπιστολικός, -ή, -όν) [επιστολή]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστολή2. ο κατάλληλος για επιστολή, χρήσιμος για αλληλογραφία («επιστολικός χάρτης»)3. εκείνος που έχει ύφος το οποίο ταιριάζει σε επιστολή («επιστολικό ύφος», «ἐπιστολικοὶ λόγοι», «ἐπιστολικὸς χαρακτήρ»).
Dictionary of Greek. 2013.